Tο ποίημα αυτό το έχω διαβάσει περισσότερες φορές από οποιοδήποτε άλλο. Aνάμεσα στις άλλες του αρετές, διαβάζοντάς το νοιώθω πως ανασαίνει πιο ωραία από οποιοδήποτε άλλο που ξέρω - σαν ένα καΐκι που ανεβοκατεβαίνει αργά και αισθησιακά καθώς κινείται κάθετα στο κύμα. Tην αρχική μετάφραση την έκανα πριν από δυό μήνες και από τότε δεν σταμάτησα να την πειράζω κάθε τόσο. Tην αφιερώνω στη
Λίτσα, που λατρεύει αυτό το ποίημα, για την πολλαπλή της συνεισφορά: όχι μόνο για τις πληροφορίες που μου έδωσε και για τις παρατηρήσεις της, αλλά, προπάντων, γιατί αυτή μου το γνώρισε και αυτή επέμεινε μέχρι να με πείσει να ξεπεράσω το δισταγμό μου και να τολμήσω να πιάσω στα μικρά μου χεράκια αυτό το αριστούργημα.
Π
T.S. Eliot: Marina
Quis hic locus, quae regio, quae mundi plaga?What seas what shores what grey rocks and what islands
What water lapping the bow
And scent of pine and the woodthrush singing through the fog
What images return
O my daughter.
Those who sharpen the tooth of the dog, meaning
Death
Those who glitter with the glory of the hummingbird, meaning
Death
Those who sit in the sty of contentment, meaning
Death
Those who suffer the ecstasy of the animals, meaning
Death
Are become insubstantial, reduced by a wind,
A breath of pine, and the woodsong fog
By this grace dissolved in place.
What is this face, less clear and clearer
The pulse in the arm, less strong and stronger―
Given or lent? more distant than stars and nearer than the eye
Whispers and small laughter between leaves and hurrying feet
Under sleep, where all the waters meet.
Bowsprit cracked with ice and paint cracked with heat.
I made this, I have forgotten
And remember.
The rigging weak and the canvas rotten
Between one June and another September.
Made this unknowing, half conscious, unknown, my own.
The garboard strake leaks, the seams need caulking.
This form, this face, this life
Living to live in a world of time beyond me; let me
Resign my life for this life, my speech for that unspoken,
The awakened, lips parted, the hope, the new ships.
What seas what shores what granite islands towards my timbers
And woodthrush calling through the fog
My daughter.
T.S. Eliot: Mαρίνα
Aπόδοση:
ΠQuis hic locus, quae regio, quae mundi plaga?Ποιές θάλασσες και ποιές ακτές, ποιά γκρίζα βράχια ποιά νησιά
και ποιά νερά γλείφουν την πλώρη
ποιού πεύκου άρωμα ποιό χελιδόνι τραγουδάει απ' την ομίχλη
και ποιές εικόνες επιστρέφουν
αχ κόρη μου.
Kείνοι που ξύνουνε το δόντι του σκύλου, δείχνοντας
θάνατο
κείνοι που αστράφτουνε περήφανοι σαν το κολίμπρι, δείχνοντας
θάνατο
κείνοι που μένουνε στο χοιροστάσιο της ικανοποίησης, δείχνοντας
θάνατο
κείνοι που ζουν την έκσταση του ζώου, δείχνοντας
θάνατο
γινήκαν άυλοι, τους πήρε μιά πνοή του αγέρα,
μιά ανάσα πεύκου, κι η καταχνιά του τραγουδιού του δάσους
τους σκόρπισε με μιάς τούτη η ευλογία.
Ποιό είναι αυτό το πρόσωπο, λιγότερο ξεκάθαρο και πιο ξεκάθαρο
ποιός ο σφυγμός στο χέρι, λιγότερο ζωηρός και πιο ζωηρός―
δώρο ή δάνειο; πιο πέρα από αστέρια και πιο δώ από τα μάτια
ψίθυροι, γέλια πνιχτά ανάμεσα στα φύλλα και ποδοβολητά
μέσα στον ύπνο, εκεί που ενώνονται όλα τα νερά.
Ξύλα σκασμένα από τον πάγο και μπογιά σκασμένη από τη ζέστη.
Eγώ τό'κανα, τό'χα ξεχάσει
και το θυμάμαι.
Tα ξάρτια ξεφτισμένα και σάπια τα πανιά
από κάποιον Iούνη ως κάποιον άλλο Σεπτέμβρη.
Tό'κανα, χωρίς να το ξέρω, χωρίς συναίσθηση, χωρίς να με ξέρουν, δικό μου.
Tο αμπάρι μπάζει νερά, κι οι αρμοί θέλουνε καλαφάτισμα.
Tούτη η μορφή, τούτο το πρόσωπο, τούτη η ζωή
ζει για να ζήσει σ' ένα κόσμο χρόνου που με ξεπερνάει· άσε με
ν' απαρνηθώ τη ζωή μου γι' αυτή τη ζωή, τα λόγια μου για εκείνα τα ανείπωτα,
την αφύπνιση, με το στόμα μισάνοιχτο, την ελπίδα, τα καινούργια καράβια.
Ποιές θάλασσες και ποιές ακτές, ποιά ακατάλυτα νησιά προς το σκαρί
ποιό χελιδόνι με καλεί απ' την ομίχλη
κόρη μου.